Τρίτη 18 Αυγούστου 2015

Το τάβλι
Αφιερωμένο στον αγαπημένο μου φίλο
Sir George Papoutsi
σε αντάλλαγμα για ένα ροφό

Ήτανε ένας τορναδόρος
που  ήταν μέγας ταβλαδόρος
 κι απ’ του ζαριού τον κάματο
Έβγαζε μεροκάματο.

Όμως, μέγας ταβλαδόρος
ήταν και ένας δικηγόρος
όπου στου ζαριού την τέχνη
τον φωνάζαν «καλλιτέχνη».

Ήταν μέρα μεσημέρι
που το έφερε η τύχη
να βρεθούν αυτοί οι δύο
στου Θωμά το καφενείο.

Ο Θωμάς είχε μια δική
δεν επλήρωνε το φόρο
έτσι, στην ανάγκη απάνω
φώναξε το δικηγόρο.

Τον εγνώριζε απ΄ το τάβλι
που ‘παιζε στο καφενείο
μια και κάπου παραδίπλα
είχε το ...δικηγορείο.

Είχε θαυμαστές πολλούς
που στο τάβλι είχαν μεράκι
κι είχε κι ένα παρατσούκλι
το φωνάζανε «γεράκι».

Όμως και ο τορναδόρος
που τον λέγανε Λευτέρη
είχε οπαδούς στο τάβλι
που τον λέγανε «ξεφτέρι».

Σαν γνωρίστηκαν οι δυο τους
προς το τάβλι ήρθε η κουβέντα
πόσα κέρδιζε καθένας
και ποιος είχε πάντα ρέντα.

 Με το ένα, με το άλλο,
βάλαν στοίχημα μεγάλο.
Το παιχνίδι όποιος κερδίσει
τα λεφτά θα τα κρατήσει.

Ο αγών ήταν στα πέντε
κι όποιος κέρδιζε τα τρία
θα ΄παιρνε όλο το χρήμα
και την εύφημο τη μνεία.

Εμαζεύτηκεν ο κόσμος
γύρω από τους δύο παίχτες
τα στοιχήματα βροχή
κι ο Θωμάς αγκομαχεί.

Ο Θωμάς ήταν ταμίας,
στο παιχνίδι διαιτητής
και στο στοίχημα του αγώνα
ήτανε εγγυητής.

Τα ποσά ήταν μεγάλα.
Ήσαν όλοι ματσωμένοι
και μαζί με όλα τ΄ άλλα
τζογαδόροι αρρωστημένοι.

Ο Θωμάς στο καφενείο
είχε να ξοφλήσει δάνειο
και για να τα βγάλει πέρα
είχε βάλει και βιδάνιο.

Πόνταραν οι καφενόβιοι
στην πλευρά του δικηγόρου
το Λευτέρη δεν τον ξέραν
ήταν παίχτης άλλου χώρου.

Θα ΄ταν πενιχρά τα κέρδη
την ανθίστηκε ο Θωμάς
στην πλευρά του τορναδόρου
ήτανε ο μπεζαχτάς.

Πήρε όλα τα λεφτά του
κι όσα του ΄χαν κάνει δώρο
και με πόνο στην καρδιά του
πόνταρε στον τορναδόρο.

 Τέλειωσαν τα δυο παιχνίδια.
Τα είχε πάρει ο δικηγόρος
και στο ζάρι είχε σκουπίδια
ο φτωχός το τορναδόρος.

Όλο εξάρες και πεντάρες·
οι ζαριές του καρμανιόλα
κι ο Θωμάς είχε κομμάρες
και τα νύχια του έφαγ΄ όλα.

Με τα μάτια μες τη φλόγα
άρχισε η μοιραία παρτίδα
κι όλοι κοίταζαν τους παίχτες
 μ΄ αγωνία και ελπίδα.

Ρίχνει ζάρια ο δικηγόρος
που τον λέγανε «γεράκι»
και στα δύο του τα ζάρια
έκατσ΄ ένα εξαράκι.

Το ΄δε αυτό ο τορναδόρος
κι είπε τότε του Θωμά:
- Φέρε μας ένα ποτήρι
διότι η ζαριά βρωμά.

«Φίλε δεν καταλαβαίνω»
ο Θωμάς λέει σαστισμένα
- Άλλα ζάρια και ποτήρι
γιατί αυτά είναι στημένα!

Φέρνει ο Θωμάς ποτήρι
φέρνει και καινούργια ζάρια
κι η ζαριά του Λευτεράκη
ήτανε δύο εξάρια.

Ο αγχωμένος δικηγόρος
ρίχνει ζάρια με μανία
μα σε τούτη τη  ζαριά του
έφερε δύο και τρία.

Παίζει τώρα ο τορναδόρος
ήρεμος και με ελπίδα
φέρνει πάλι έξι πέντε
και την παίρνει την παρτίδα!

Στον επόμενο το γύρο
έγινε το δύο - δύο
κι έκανε το δικηγόρο
να προτείνει έναν όρο:

«Η ζαριά χωρίς ποτήρι
αλλά μόνο με χεράκι»
μιας και ήξερε ο μάγκας
πως σ΄ αυτό ήταν γεράκι.

Δεν το δέχθηκε ο Λευτέρης
κι ήταν κι ο Θωμάς μαζί του
συμφωνήσανε κι οι άλλοι
και το ματς θ΄ αρχίσει πάλι.

Πάτσι ως τώρα ο αγώνας
κι ο Θωμάς τους λέει απλά
«όποιος στοίχημα αλλάξει
θα κερδίσει τα διπλά».

Κόκαλο οι καφενόβιοι
και κανείς τους δεν τολμά
να ποντάρει στο Λευτέρη
και να βγάλει τα διπλά.

Τώρα αρχίζει ο αγώνας
που θα είναι ο τελικός
η αναμονή αιώνας
και ο κόσμος νευρικός.

Θα ΄ριχναν τα ζάρια οι παίχτες
και όποιος είχε πιο μεγάλο
θα εξεκινούσε πρώτος
και θα άφηνε τον άλλο.

Ρίχνει ζάρια ο Λευτέρης
και του πέφτει πέντε κι έξι
ρίχνει και ο δικηγόρος
και του κόπηκε η μέση.

Δύο και τρία ο δικηγόρος
σε ολόκληρη παρτίδα
κι Λευτέρης πρωτοπόρος
έπαιζε σαν καταιγίδα.


Πριν τελειώσει ο αγώνας
τον ρωτάει το Λευτέρη:
«Σε πειράζει τη ζαριά μου
να τη ρίξω με το χέρι;».

Πέρα από ταβλαδόρος
ο Λευτέρης είν΄ κι  ατσίδα
κι έτσι ο βλάκας δικηγόρος
έπεσε μες την παγίδα.

«Ρίξε μια ζαριά με χέρι
κι ό,τι φέρεις θα μετρήσει»
κι εκεί πάνω ο δικηγόρος
ζήτησε να κατουρήσει.

Αφού γύρισε σε λίγο
ρίχνει ζάρια, φέρνει εξάρες
κι οι θαμώνες τον κοιτούσαν
με απάνω τις φρυδάρες.

Ο Λευτέρης τσιτωμένος
με τα νεύρα τεντωμένα:
«Βρε Θωμά εσύ δε βλέπεις
πως τα ζάρια είναι στημένα;

Διαιτητής όμως αν είσαι
χερ στην τσέπη του να βάλεις
κι άμα κει βρεις εκεί δυο ζάρια
πρέπει να τον αποβάλεις.

Βάζει ο Θωμάς το χέρι
στου δικηγορά την τσέπη
βρίσκει άλλο ένα ζευγάρι
και κοιτάζει το Λευτέρη.

 «Βρήκα τούτα εδώ τα ζάρια
και αν κρύβουν ατιμία
με αυτά που έχεις στο χέρι
ρίξε φίλε άλλη μία».

Ρίχνει μια ζαριά ο Λευτέρης
και του κάθονται εξάρες
με υδράργυρο στα ζάρια
αποκτάς μεγάλες χάρες.

Κοκκινίζει ο δικηγόρος
και σηκώνεται να φύγει
τον βουτάν οι καφενόβιοι
κι έτσι το παιχνίδι λήγει.

Νικητής ο τορναδόρος
άφαντος ο δικηγόρος
μάθανε τα παλικάρια
πως τα έστηνε τα ζάρια.

Ο Θωμάς λίγο πιο πέρα
να μετράει τα λεφτά του
απ το στοίχημα που μόνο
είχε κάτσει στη μεριά του.

«Την ξοφλάω την εφορία
και δεν θέλω δικηγόρο
κι όλη αυτή η ευφορία
χάρις σ΄ έναν τορναδόρο».

Γιώργος Πιντέρης
    Σαλαμίνα, 17 Αυγούστου 2015.






Παρασκευή 7 Αυγούστου 2015

Ένα παραμύθι

Μια φορά κι έναν καιρό, ήτανε ένα μικρό καράβι που όμως, δεν ήταν αταξίδευτο. Ταξίδευε τριάμισι χιλιάδες χρόνια. Κάποιες φορές πήγαινε πρίμα.  Κάποιες άλλες κόντευε να βουλιάξει και μερικές φορές, μισοβούλιαξε. Όμως, μέσα στα χρόνια οι ναυτικοί είχανε μάθει να τα βγάζουμε πέρα με όλους σχεδόν τους καιρούς.
Τα τελευταία πέντε χρόνια το καράβι δεν πηγαίνει καλά. Οι ναύτες δούλευαν πολύ και πληρωνόντουσαν λίγο, αν πότε πληρωνόντουσαν. Οι επιβάτες πεινούσαν. Ο καπετάνιος έκανε ό,τι μπορούσε για να κρατήσει το καράβι εν πλω. Τον βοηθούσε και ο δεύτερος που του άρεσε πολύ που συνδιοικούσε το καράβι.
Κάποια στιγμή ο λοστρόμος που το λέγανε Θράσο μάζεψε τους ναύτες κι άρχισε να διαμαρτύρεται: « Ο καπετάνιος και ο δεύτερος μας πάνε για φούντο».  Ξεσηκώθηκε λοιπόν ένα κίνημα με σκοπό να ανατρέψουν τους δύο καπετάνιους και να σώσουν το καράβι. Σε ό,τι και να έλεγαν οι καπετάνιοι, ο Θράσος και η παρέα του έλεγαν «Λάθος! Διαφωνούμε»! Παράλληλα, άρχισαν να τάζουν ...λαγούς με πετραχήλια: « Και το καράβι δικό μας θα είναι, και κανείς δεν πεινάει, και όλοι θα αμείβονται δίκαια για την εργασία τους». Πες- πες - πες, για δυόμισι χρόνια κατάφερε να τους εκτοπίσει και να πάρει την εξουσία του καραβιού.
Ο Άγγλος ψυχίατρος R. D. Laing έλεγε, «όταν δεν ξέρεις ότι δεν ξέρεις, νομίζεις ότι ξέρεις».  Ο Θράσος δεν ήξερε, ότι δεν ήξερε. Αυτό το ανακάλυψε μετά από έξι μήνες που πήρε με τους οπαδούς του τον έλεγχο του καραβιού. Συνειδητοποίησε ότι το καράβι πήγαινε προς τα βράχια. Ήξερε ότι ο σκοπός του καραβιού δεν ήτανε να πάει στα βράχια αλλά σ ένα ευρωπαϊκό λιμάνι. Έτσι, ομολόγησε την αποτυχία του. Παράλληλα άρχισε να κατηγορεί τους προηγούμενους:
-   Το καράβι έχει πέσει σε κακοκαιρία κι εσείς βρε αλήτες δεν έχετε φροντίσει να υπάρχουν σωσίβια.
-         Και γιατί το πήγες το καράβι στην κακοκαιρία; Ρωτούσαν οι προηγούμενοι.
-         Αυτό ήταν κάτι απρόβλεπτο.
-         Δεν είναι απρόβλεπτο αν ξέρεις μετεωρολογία....
Κάποια στιγμή έφτασε το καράβι σ΄ ένα μικρό λιμανάκι  και δεν έπεσε στα βράχια. Μόλις συνήλθαν όλοι από το σοκ της καταιγίδας κάποιοι από τους επιβάτες και το πλήρωμα άρχισαν να ρωτάνε το λοστρόμο γιατί για έξι μήνες το καράβι δεν κατάφερε να φθάσει πουθενά. Ο Θράσος, μόλις ανέκτησε την ανάσα που του είχε κοπεί το γύρισε στο Καλαματιανό:
-         Να είσαστε ευγνώμονες που δεν σας πήγα στα βράχια.
***
Οι αγρότες μέχρι τώρα, καλώς η κακώς,  δεν πλήρωναν καθόλου ΦΠΑ. Τώρα θα πληρώνουν 23%. Όμως ο Θράσος δεν κωλώνει:
-         Μην ανησυχείτε. Θα δώσω αγώνα  για να γίνει 13%.
Υποθέτω πως είναι κι αυτή μια επιτυχία για την οποία οι αγρότες θα πρέπει να νιώθουν ευγνώμονες.