Τετάρτη 8 Ιανουαρίου 2014

Πάμε παρακάτω. Αυτό είναι παοχνίδι

3. Θεσσαλονίκη
Ήταν 6 το απόγευμα. Ο Αντρέας ενημέρωσε τηλεφωνικά το Χάρη ότι έφτασε ...σώος και δώσανε ραντεβού στην είσοδο της πολυκατοικίας του Χάρη στις 8.30. Ο Χάρης συζητούσε με τον βοηθό του το Βαγγέλη.
-       Τελικά Βαγγέλη τι λες; Ν΄ αναλάβουμε την υπόθεση με τις εικόνες;
-       Αφεντικό, δεν πάμε πρώτα μια βόλτα απ΄ το μοναστήρι να δούμε με τι έχουμε να κάνουμε;
-       Σου έχω πει: Δεν μου αρέσει να με λες αφεντικό.
-       Ρε αφεντικό, άσε με να σε λέω αφεντικό. Μου δίνει μια αίσθηση ασφάλειας.
-       Καλή ιδέα.
-       Η ασφάλεια;
-       Όχι βρε. Η σκέψη σου να πάμε στο μοναστήρι.
-       Το έχω ήδη εντοπίσει στο χάρτη. Είναι 35 χιλιόμετρα από δω.
-       Δηλαδή πήγαιν΄ έλα 70.
-       Ναι, αλλά ο δρόμος είναι ανοιχτός.
-       Ένα δίωρο στο μοναστήρι θα το φάμε. Βάλε και άλλες δυο ώρες στη μετακίνηση, θέλουμε 4 ώρες.
-       Όχι αν οδηγήσω εγώ!
-       Σιγά ρε οδηγάρα.
-       Αφού ρε αφεντικό πας σαν τη χελώνα.
-       Κι εσύ πηγαίνεις σαν τον τρελό.
-       Ναι, αλλά δεν έχω τρακάρει.
-       Ακόμα...
-       Αφεντικό, σου δίνω το λόγο μου θα οδηγώ πιο σιγά, αλλά όπως και να το κάνεις πάνω από μια ώρα δεν χρειαζόμαστε.
-       Και πότε να πάμε;
-       Αύριο το πρωί. Αν φύγουμε στις 9,  12 με 12.30 θα είμαστε πίσω. Πόση ώρα θα φάμε στο μοναστήρι;
Ο Χάρης το σκέφτηκε για λίγο.
-       Όχι αύριο Βαγγέλη. Έχει έρθει ο φίλος μου ο Αντρέας από την Αθήνα και θα τον φιλοξενήσω.
-       Α, ο τρελογιατρός. Καιρό έχουμε να τον δούμε. Κατάλαβα. Απόψε θα το ρίξετε έξω.
-       Μπα Βαγγέλη μου. Θα το ρίξουμε μέσα. Ο Αντρέας δεν είναι στις καλές του.
-       Εγώ αφεντικό σου το  ΄λεγα: Πώς είναι δυνατό να κάνεις τέτοιο επάγγελμα και στο τέλος να μην τρελαθείς ο ίδιος;
-       Λάθος δρόμο πήρε η σκέψη σου Βαγγέλη. Ελπίζω να μην πάθουμε το ίδιο και με το μοναστήρι...
-       Και πότε θα πάμε στο μοναστήρι;
-       Μεθαύριο.
-       Μεθαύριο είναι Σάββατο αφεντικό.
-       Καλά λες. Το ξέχασα. Άσε να το ξαναδούμε από Δεύτερα.
-       Γιατί δεν πάμε την Κυριακή; Θα μας κεράσουν και κρασί.
-       Καλή ιδέα. Κυριακή στις 10 φύγαμε.
-       Καν  ΄το 11 αφεντικό.
Μόλις έφυγε ο Βαγγέλης, εισέβαλε στο γραφείο η γραμματέας του Χάρη, η Ρούλα. Είναι 40 χρονών αλλά φαίνεται 30. Παντρεμένη. Έχει ένα κοριτσάκι 8 ετών κι ένα αγοράκι 6. Εργάζεται στο Χάρη κοντά 12 χρόνια. Είναι έντιμη, συνεπής, οργανωτική αλλά πολύ σχολαστική. Φυσικά έχει αναλάβει το ταμείο γιατί αν το είχε ο Χάρης θα είχε κλείσει προ πόλου το μαγαζί. Έχει υιοθετήσει απέναντι στο Χάρη το ρόλο της «μεγάλης αδερφής». Όποτε τον στριμώχνει στα οικονομικά ο Χάρης τη φωνάζει «σπαζαρχίδω», «εξηνταβελόνη» και άλλα.
-       Άκουσα ότι αποφασίσατε με το Βαγγέλη να πάτε την Κυριακή στον πατέρα Αμβρόσιο.
-       Εσύ και τι δεν ακούς;
-       Αφού είχατε την πόρτα ανοιχτή βρε σαχλαμάρα! Τελικά θα πάτε;
-       Ναι. Για να μας ...ευλογήσει.
-       Στάματα καημένε. Απλά έλεγα μήπως ερχόμουν κι εγώ οικογενειακώς.
-        Έχεις καταλάβει ότι πηγαίνουμε για δουλειά;
-       Και τι πειράζει να προσκυνήσουμε κιόλας;
-       Να προσκυνήσετε όσο θέλετε Ρούλα μου. Εμένα μην τραβολογάτε!
-       Ε, ένα κερί θα το ανάψεις.
-       Θα το ανάψω Ρούλα μου. Αλλά όχι όπως νομίζεις εσύ. Θα το ανάψω για λόγους δημοσίων σχέσεων.
-       Οι άνθρωποι των δημοσίων σχέσεων τα έχουνε καλά με όλους. Σε πειράζει να τα έχεις καλά και με το Θεό;
-       Πάλι τα ίδια θα πιάσουμε Ρούλα μου; Δεν πάμε σε κάτι άλλο;
Ένα σαρδόνιο χαμόγελο ζωγραφίστηκε στο πρόσωπο της Ρούλας.
-       Αύριο έχουμε 350 ΔΕΗ.
-       Και μου το λες τώρα;!
-       Σάματι σε βλέπω και καθόλου; Άσε που στο ΄χω πει εδώ και 10 μέρες κι όλο με γράφεις στα τέτοια σου.
-       Τα καλά κορίτσια δεν λένε κακά λόγια...
-       "Τέτοια", είπα. Μου λες με το λογαριασμό τι θα γίνει;
-       Πόσα έχουμε στο ταμείο;
-       Τσίμα - τσίμα 250.
Ο Χάρης άνοιξε το πορτοφόλι του.
-       Πάρε άλλα 150 και καθαρίσαμε.
Το ξανασκέφτηκε.
-       Στάσου. Περιμένω τον Αντρέα. Να έχω κάποια χρήματα πάνω μου. Βαριέμαι να τρέχω στην τράπεζα.
-       Ωραία. Άσε τα και μου τα δίνεις τη δεύτερα.
-       Είσαι μια κούκλα.
-       Αυτό δεν έχω ανάγκη να μου το πεις εσύ. Για ποιο λόγο ήρθε εδώ ο μουρλός;
-       Τον Αντρέα εννοείς;
-       Ποιον άλλον;
-       Γιατί τον λες μουρλό;
-       Έλα μωρέ.  Δεν πρόλαβε ν΄ ανοίξει το γραφείο του στην Αθήνα κι ερωτεύτηκε. Θυμάσαι που ερχότανε κάθε Σαββατοκύριακο στη Θεσσαλονίκη.
-       Συμβαίνουν αυτά βρε Ρούλα. Κι εσένα ο άντρας σου μέχρι να παντρευτείτε ζούσε στη Λάρισα.
-       Μα τι συγκρίνεις; Τον άντρα μου τον ξέρω 20 χρόνια. Ο δικός σου αυτό το τσακλοκούδουνο που βρήκε το ήξερε 2 μέρες. Όταν ήρθε εδώ για τα γενέθλιά σας δεν τη γνώρισε;
-       Ποια λες μωρέ;
-       Εκείνη τη χωρισμένη δασκάλα.
-       Α, τη Στέλλα! Ωραίος τύπος.
-       Τι ωραίος τύπος μωρέ; Ξόδεψε ένα σκασμό λεφτά να έρχεται κάθε Σαββατοκύριακο.
-       Δεν έχεις δίκιο. Και η Στέλλα πήγαινε στην Αθήνα.
-       Αυτή έτρωγε τα λεφτά του πατέρα της.
-       Το νου σου όλο στα λεφτά τον έχεις.
-       Κακομοίρη μου αν δεν ήμουν εδώ θα φωτιζόσασταν με...κεριά.
-       Ό,τι και να λες, ο Αντρέας ήταν τότε 33 χρονών και τώρα είναι 45.
-       Και τώρα γιατί ήρθε; Βαρέθηκε τη γυναίκα του;
-       Το ανάποδο Ρούλα μου. Εκείνη τον βαρέθηκε.
-       Ωχ τον καψερό. Αυτός αρρωσταίνει όταν τον αφήνει γυναίκα.
-       Ακριβώς.
-       Κατάλαβα. Απόψε δεν θα είσαι ντέντεκτιβ. Ψυχολόγος θα είσαι. Άντε καληνύχτα και τα λέμε αύριο.
Η ώρα είχε φτάσει 8. Πριν κλείσει το γραφείο, ο Χάρης δοκίμασε και πάλι το στιλό της μελάνης. Μια χαρά έγραφε. Συμμάζεψε τα απαραίτητα και ξεκίνησε για το σπίτι.
Βρήκε τον Αντρέα να τον περιμένει στην είσοδο καθιστός καβάλα πάνω στη βαλίτσα του.  


Δεν υπάρχουν σχόλια: