Τετάρτη 1 Φεβρουαρίου 2017
Τα πρώτα σχολικά χρόνια
Τα πρώτα σχολικά χρόνια
Όταν έγινα 6 χρονών, έπρεπε να πάω σχολείο. Έτσι, μετακομίσαμε στην πρωτεύουσα της Αιγύπτου το Κάιρο. Η εμπειρία αυτή, ήταν πολύ δυσάρεστη για μένα: Από ‘κεί που είχα απέραντους χώρους ν’ αλωνίζω, βρέθηκα σ’ ένα διαμέρισμα «κλουβί», στον πέμπτο όροφο μιας πολυκατοικίας, η οποία ήταν μέσα σ’ ένα παζάρι, ανάλογο με τη Βαρβάκειο Αγορά...
Από 6 έως 7 χρονών, γνώρισα τι θα πει βαρεμάρα. Έξω απ’ τα μαθήματά μου, δεν είχα τίποτα να κάνω μέσα σ’ εκείνο το κλουβί. Η μητέρα μου, δεν μου έκανε παρέα στις ελεύθερές μου ώρες. Μόνον όταν με τάιζε και με διάβαζε, ασχολιόταν μαζί μου. Παιχνίδια, δεν είχα. Φίλους, είχα μόνο στο σχολείο. Στη γειτονιά, κανέναν. Στα 4 γνώρισα την ποιότητα. Στα 6 γνώρισα τη βαρεμάρα. Όμως, από τα 6 μέχρι τα 7, γνώρισα το αντίδοτο της βαρεμάρας. Ποιο είναι; Θα το δούμε αμέσως παρακάτω.
Πώς θα περνούσαν οι ατέλειωτες ώρες, μέσα σ’ εκείνο το κλουβί; Μην ξεχνάς πως, εκείνη την εποχή, δεν υπήρχε τηλεόραση (ευτυχώς). Άρχισα λοιπόν, να σκαρφίζομαι τρόπους για να περνά η ώρα:
Στο δωμάτιό μου, η ντουλάπα είχε έναν εσωτερικό ολόσωμο καθρέφτη. Σκαλίζοντας τα πράγματα που είχε η ντουλάπα βρήκα ένα μάλλινο Σκοτσέζικο κασκόλ, του πατέρα μου. Άρχισα λοιπόν να δημιουργώ φανταστικές καταστάσεις: Το φορούσα σαν σαρίκι, στεκόμουν μπροστά στον καθρέφτη και παρίστανα τον Άραβα φύλαρχο. Το φορούσα στη μέση και φανταζόμουν πως είμαι κάποιος Σκοτσέζος πολεμιστής. Το έβαζα σα μάσκα στη μύτη μου, και παρίστανα έναν Άραβα «Ζορό» (που τον λέγανε Κομπάρ). Κάθε τοποθέτηση του κασκόλ, κι άλλη ιστορία. Όλες όμως μ’ ένα κοινό στοιχείο: Ανδρικές μορφές δύναμης.
Μια ακόμα …εφεύρεση ήταν ένα θέατρο σκιών που έφτιαξα από ένα κουτί παπουτσιών. Έβαλα τη μάνα μου και μου έκοψε τον πάτο μ’ ένα ψαλίδι. Κόλλησα στο κενό κομμάτι ένα διαφανές χαρτί που ήταν η οθόνη. Έβαζα την οθόνη, σ’ ένα τραπεζάκι απέναντι απ’ τον καθρέφτη της ντουλάπας. Πίσω απ’ την οθόνη, έβαζα ένα κερί. Μπροστά απ’ το κερί κουνούσα κάτι μολυβένια στρατιωτάκια κι έπαιζα θέατρο σκιών στον εαυτό μου.
Να μη σε κουράζω μ’ άλλα παραδείγματα. Το αντίδοτο της βαρεμάρας, είναι η δημιουργικότητα. Δεν λέω: Αν είσαι άνθρωπος που απολαμβάνεις την ηρεμία σου και τη χαλάρωσή σου, μπορεί να μην παραπονιέσαι για «βαρεμάρα». Αν όμως, είσαι ένα 6 παιδί χρονών γεμάτο ενέργεια, πόσο μπορείς να χαλαρώσεις και να ηρεμήσεις; (Αλήθεια, γνωρίζεις ότι ο εγκέφαλός μας στην ηλικία των 6 δουλεύει με μεγαλύτερη ταχύτητα απ’ ό,τι σε οποιαδήποτε άλλη ηλικία;).
Πάντως, ένα είναι σίγουρο: Ανάμεσα στα 6 και τα 7 δεν είχα σημαντικές ανθρώπινες αγάπες. Το μόνο μου μέλημα, να ήταν να με γλιτώσω από την παγίδα της βαρεμάρας. Έτσι, οι «αγάπες» μου περιορίζονταν μόνο σε αντικείμενα και δραστηριότητες.
Απ’ τα 7 μου και πέρα, η κατάσταση κάπως διορθώθηκε. Κατ’ αρχή, είχα εξοικειωθεί με τη γειτονιά. Σ’ ένα αραβικό μπακάλικο που ήταν δίπλα στην είσοδο της πολυκατοικίας μας υπήρχε ένας συνομήλικός μου, ο Γιούσρι. Ήταν Αιγύπτιος αλλά, εγώ μιλούσα τ’ Αραβικά όπως κι εκείνος. Παίζαμε ποδόσφαιρο μέσα στη στοά του παζαριού με μια μπάλα φτιαγμένη από κάλτσες. Νομίζω, τη λένε «τσουράπα».
Ακριβώς απέναντι απ’ το σπίτι μας, ήταν και το Ελληνικό μπακάλικο του κυρίου Νικόλα Κουνή. Ο πατέρας μου ήταν από τους καλύτερους πελάτες. Ο κύριος Νικόλας είχε ένα γιο, το Γιάννη, με τον οποίον ήμασταν συμμαθητές. Τ‘ απογεύματα, ο πατέρας του τον έφερνε στο μπακάλικο. Ή παίζαμε στη στοά, ή ανέβαινε ο Γιάννης στο σπίτι μου. Κι όποτε γινόταν αυτό, δεν υπήρχε βαρεμάρα. Ο Γιάννης, ήταν ο πρώτος άνθρωπος με τον οποίο ένιωσα τη φιλία.
Όμως η πραγματική μου αγάπη εκείνη την εποχή ήταν το διάβασμα. Είχα μάθει να διαβάζω πολύ καλά και, ο πατέρας μου, έφερε μια εγκυκλοπαίδεια 5 τόμων. Λεγότανε «Η Νέα Παιδική Εγκυκλοπαίδεια». Την έπιασα απ’ το άλφα. Τη διάβασα όλη και, κάποια κομμάτια, δύο και τρεις φορές.
Αμέσως μετά, ήρθαν στο σπίτι μας τα βιβλία του παππού μου, ο οποίος είχε πεθάνει πρόσφατα και τ’ άφησε κληρονομιά στο γιο του, δηλαδή, στον πατέρα μου. Ανάμεσά τους, ήταν οκτώ τόμοι Καραγκιόζη γραμμένοι από το διάσημο Έλληνα Καραγκιοζοπαίχτη, τον Μόλα. Κάθε τόμος, περιείχε 10 τεύχη. Είμαι σίγουρος πως αυτούς τους τόμους, τους διάβασα όλους. Ταυτόχρονα, είχα και τα άπαντα του ποιητή Γιώργου Σουρή. Κι αυτό το βιβλίο το διάβαζα συχνά. Αυτές κι αν ήταν αγάπες! Και κράτησαν από τα 8 μου μέχρι τα και τα 10. Μάλιστα πιστεύω πως τα διαβάσματα αυτά, συνέτειναν σημαντικά στο ν’ αποκτήσω χιούμορ.
Ο πατέρας μου αγαπούσε πολύ τη μουσική. Μάλιστα στο σπίτι μας υπήρχε ένα πολύ «σύγχρονο» για την εποχή ηχοσύστημα. Ήταν ένα έπιπλο με δύο μεγάφωνα, ένα πολύ καλό ραδιόφωνο (μάρκας PYE) κι ένα πικάπ (μάρκας Garrard) που έπαιζε δίσκους 78 και 45 στροφών, που μόλις τότε είχαν πρωτοβγεί στην αγορά. Ξόδευα ατέλειωτες ώρες σ’ αυτό το μηχάνημα. Ήξερα όλα τα τραγούδια που είχαμε απ’ έξω. Το κακό για τους γονείς μου ήταν ότι τα... τραγουδούσα κιόλας. Ήμουν τελείως παράφωνος. Όμως, η μουσική και τα ηχοσυστήματα έγιναν από τότε δυο μεγάλες μου αγάπες που εξακολουθούν να είναι αγάπες μέχρι και σήμερα.
Μάλιστα, όποτε είχαμε πάρτι στο σπίτι, όλοι λέγανε «ο Γιωργάκης να βάζει τη μουσική». Ήξερα να βάλω αμέσως ό,τι μου ζητούσαν. Από Καλαματιανό μέχρι και Paul Anka...
Δεύτερη καταγραφή
Από αυτή την περίοδο, τα σημαντικά στοιχεία, είναι τα παρακάτω. Σκόπιμα, κρατάω το ίδιο μοντέλο καταγραφής που κράτησα στο προηγούμενο κεφάλαιο, ώστε να μπορέσω στο τέλος αυτής της καταγραφής να τα ταξινομήσω. Στο λέω ξανά: Κάνε κι εσύ το ίδιο. Αν το κάνεις, ίσως βγει «ζουμί». Για να μη γίνω κουραστικός, δεν θα στο ξαναπώ. Από δω και μπρος, κάνε του κεφαλιού σου.
Η επινόηση παιχνιδιών (Η Δημιουργικότητα)
Το διάβασμα
Το χιούμορ ( Για παράδειγμα, ο Καραγκιόζης κι ο Σουρής)
Η μουσική
Τα ηχοσυστήματα. Συμβολίζουν την αγάπη μου για την τεχνολογία.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου